Το Μισθοδικείο έκρινε αντισυνταγματική την κατά 50% μείωση επιστροφής των αναδρομικών των δικαστών
Νέα απόφαση του Μισθοδικείου δικαιώνει τους δικαστές και τους εισαγγελείς για τις αποδοχές τους, καθώς έκρινε ότι αντίκεινται στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. οι διατάξεις εκείνες της νομοθεσίας (νόμοι 4270/2014 και 4307/2014), οι οποίες προέβλεψαν την περικοπή κατά 50% της διαφοράς αποδοχών που οφείλονταν στους δικαστικούς λειτουργούς για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 30.6.2014, μετά την προηγούμενη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου (88/2013) που έκρινε αντισυνταγματική την αναδρομική μείωση των αποδοχών τους από 1η Αυγούστου 2012 έως 30ή Ιουνίου 2014.
Υπενθυμίζεται ότι με τον ν. 4270/2014 έγινε αναδρομική, από 1.8.2012, περικοπή των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών. Όμως το Μισθοδικείο, το 2013, με την υπ’ αριθμ. 88/2013 απόφασή του έκρινε ότι οι περικοπές αυτές είναι αντισυνταγματικές, και πρέπει οι αποδοχές των δικαστών να επανέλθουν στο προ της 1ης Αυγούστου 2012 καθεστώς.
Πράγματι, η Πολιτεία αρχικά προσαρμόστηκε στην απόφαση 88/2013 του Μισθοδικείου και προβλέφθηκε η έκδοση υπουργικής απόφασης για την καταβολή της διαφοράς που είχε προκύψει από την αναδρομική μείωση των αποδοχών των δικαστικών.
Πέντε μήνες αργότερα η Κυβέρνηση, με το άρθρο 86 του ν. 4307/2014 περιέκοψε κατά 50% τις οφειλές (επιστροφή της περικοπής των αναδρομικών αποδοχών) προς τους δικαστικούς, επικαλούμενη δημοσιονομική αδυναμία.
Κατόπιν αυτού οι δικαστές ομαδικά προσέφυγαν στο Μισθοδικείο όπου δικαιώθηκαν και πάλι.
Ειδικότερα, το εννεαμελές Μισθοδικείο, με την υπ’ αριθμ. 127/2016 απόφασή του, με Πρόεδρο την Αντιπρόεδρο του ΣτΕ Ειρήνη Σάρπ και εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Γεώργιο Βώρο και με μειοψηφία δύο μελών του (Καθηγητών Νομικών Σχολών) έκρινε ότι η ρύθμιση που θεσπίστηκε με τον ν. 4307/2014 και προέβλεψε την περικοπή κατά 50% της διαφοράς αποδοχών των δικαστών «αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος και στις εξειδικεύουσες αυτές, ως προς την δικαστική εξουσία, διατάξεις των άρθρων 87 παράγραφος 1 και 88 παράγραφος 2 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστικών λειτουργών, καθώς και προς την αρχή του κράτους δικαίου και τα άρθρα 20 παράγραφος 1 και 95 παράγραφος 5 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., από τα οποία, σε συνδυασμό με τα άρθρα 26 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, συνάγεται η υποχρέωση συμμόρφωσης των οργάνων της Πολιτείας προς τις δικαστικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και προς τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παραγράφου 2 του Συντάγματος [σ.σ.: Μισθοδικείου], ώστε η παρεχόμενη δικαστική προστασία να είναι αποτελεσματική».
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το Μισθοδικείο, εφαρμοστέες για τον προσδιορισμό των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, είναι «οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 181 του ν. 4270/2014, όπως είχαν αρχικώς (ήτοι, πριν τροποποιηθούν με τον ν. 4307/2014)», με τις οποίες, αφ’ ενός, καταργήθηκαν από τότε που ίσχυσαν (δηλαδή από 1.8.2012) οι διατάξεις του ν. 4093/2012, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με την απόφαση 88/2013 του Μισθοδικείου και, αφ’ ετέρου, προβλέφθηκε η καταβολή στους δικαστικούς λειτουργούς του συνόλου της διαφοράς αποδοχών που απορρέει από την εν λόγω κατάργηση, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως τη δημοσίευση του νόμου 4270/2014.
Η επίμαχη απόφαση του Μισθοδικείου αφορά 47 δικαστές που είχαν προσφύγει σε αυτό, ενώ η απόφαση που δημοσιεύθηκε αποτελεί τον προπομπό δημοσίευσης άλλων πολλών αποφάσεων που αφορούν χιλιάδες δικαστικούς λειτουργούς. Η απόφαση του Μισθοδικείου, όπως και αυτές που θα ακολουθήσουν, αφού επιλύουν τα συνταγματικά προβλήματα αναπέμπουν τις υποθέσεις στο Διοικητικό Πρωτοδικείο προκειμένου αυτό να προβεί για καθέναν από τους χιλιάδες προσφεύγοντες δικαστικούς λειτουργούς σε λογιστικούς υπολογισμούς για τα ποσά που πρέπει να του καταβληθούν.
Υπενθυμίζεται ότι το Μισθοδικείο είναι το αρμόδιο για να επιλύει τις διαφορές σχετικά με τις αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και συγκροτείται από τρεις ανώτατους δικαστές, τρεις καθηγητές των Νομικών Σχολών και τρεις δικηγόρους.
Π.Τ.