Το νέο τεύχος της ΕΕργΔ (9/2023)
Στο νέο τεύχος της ΕΕργΔ που μόλις κυκλοφόρησε:
Ο Άρις Καζάκος, ερμηνεύοντας τα άρθρα 97 παρ. 1 εδ. α΄ Α.Κ. και 8 παρ. 3 στοιχ. δ΄ ν. 1264/1982, ερευνά το κρίσιμο για το δίκαιο των συνδικαλιστικών σωματείων ερώτημα αν οι λευκές ψήφοι προσμετρούνται για τον σχηματισμό της απαιτούμενης πλειοψηφίας (απόλυτης ή σχετικής) στα σωματεία και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέσα από τη διεξοδική ανάλυση του ζητήματος, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι στο δίκαιο των σωματείων, όπως και στο δίκαιο των συνδικαλιστικών οργανώσεων, δεν μπορούν να προσμετρούνται τα λευκά για την εξαγωγή αποτελέσματος, δηλαδή για λήψη ή μη λήψη των κάθε είδους αποφάσεων των οργάνων. Με τη λευκή ψήφο το μέλος της Γ.Σ. ή του Δ.Σ. δεν επιλέγει να ταχθεί υπέρ ή κατά μιας πρότασης ή υποψηφιότητας, αλλά αρνείται ή αποδοκιμάζει όλες τις υπάρχουσες προτάσεις και αντιπροτάσεις. Με τη λευκή ψήφο, όπως και με την αποχή, που αποτελεί το λειτουργικό της ισοδύναμο χωρίς συμμετοχή στην ψηφοφορία, το μέλος επιλέγει μια τρίτη στάση, πέραν του ΝΑΙ ή του ΟΧΙ, για το περιεχόμενο της προτεινόμενης απόφασης. Με άλλα λόγια, το μέλος αρνείται ή αποδοκιμάζει όλες τις υπάρχουσες προτάσεις και αντιπροτάσεις, αρνούμενο να ψηφίσει ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Συνεπώς, η λευκή ψήφος δεν μπορεί να πιστωθεί ή να χρεωθεί σε ορισμένη πρόταση απόφασης, ομάδα ή υποψήφιο, γιατί αυτό θα αντιστρατευόταν τη σαφή βούληση (Α.Κ. 173 και 200) του μέλους που επιλέγει το λευκό ή την αποχή. Αυτός είναι ο ουσιαστικός λόγος —επισημαίνει ο συγγραφέας— που αποκλείει την προσμέτρηση των λευκών (όπως και της αποχής) στο αποτέλεσμα οποιασδήποτε ψηφοφορίας των μελών για τη λήψη αποφάσεων συλλογικών οργάνων.
Στη συνέχεια ο Δημήτριος Γούλας ερευνά τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται στο ελληνικό εργατικό δίκαιο το ενωσιακό δίκαιο της απαγόρευσης των διακρίσεων. Οι Οδηγίες 2000/43 και 2000/78 για την απαγόρευση των διακρίσεων —μας θυμίζει ο συγγραφέας—, μαζί με τα αντίστοιχα για την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου, εμπλούτισαν σημαντικά την εργατική νομοθεσία, και μάλιστα σε μια κατεύθυνση εν πολλοίς άγνωστη έως τότε στη νομική παράδοση της ηπειρωτικής Ευρώπης. Παρά ωστόσο τη μακρά ισχύ των νομοθετημάτων αυτών στην ελληνική έννομη τάξη, η εφαρμογή τους στη δικαστηριακή πράξη παραμένει μέχρι και σήμερα εξαιρετικά περιορισμένη. Αλλά και στις περιπτώσεις όπου υποθέσεις διακρίσεων τέθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων, αυτά συχνά αξιοποίησαν άλλες γενικές διατάξεις του κοινού δικαίου για τις οποίες υπάρχει μακρά νομολογιακή επεξεργασία. Στη μελέτη του ο συγγραφέας αναζητά τα αίτια για τα οποία η εφαρμογή από την ελληνική νομολογία της νομοθεσίας κατά των διακρίσεων υστερεί τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Ιδίως επισημαίνει τρία στοιχεία ως κρίσιμα: Πρώτον, την ελλιπή εξοικείωση των εφαρμοστών του δικαίου με τις σχετικές διατάξεις· δεύτερον, επιφυλάξεις ιδεολογικής φύσης· και τρίτον, τον ανταγωνισμό των ειδικότερων και νεότερων διατάξεων με εμπεδωμένες νομικές έννοιες και δογματικές κατασκευές.
Ακολουθεί, όπως πάντα, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα νομολογία επί σημαντικών θεμάτων εργατικού δικαίου: Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη ως φορολογητέος μισθός: Η περίπτωση του επιδόματος εξόδων κίνησης και παράστασης· Επίδομα αλλοδαπής· Μισθολογικές περικοπές των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα στο πλαίσιο των Μνημονίων· Συμβασιούχοι του Δημοσίου και δικαιοδοσία δικαστηρίων· Μεταβίβαση επιχείρησης· Ομόρρυθμες εταιρείες υπό εκκαθάριση και ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση έφεσης· Ανώνυμες εταιρείες και άρση αυτοτέλειας νομικού προσώπου· Ομαδικές απολύσεις· κ.ά.
Καλή ανάγνωση!
Αποκτήστε πρόσβαση στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού στη διεύθυνση www.eergd.gr
Κάντε Like στη σελίδα μας https://facebook.com/eergd προκειμένου να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις τελευταίες εξελίξεις στον χώρο του εργατικού δικαίου.