Νέα / Ειδήσεις

01.06.2021

Tο νέο τεύχος της ΕΕργΔ (Απρίλιος 2021)

Η απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 11ης Φεβρουαρίου 2021 στην υπόθεση C-760/18, M.Β. κ.λπ. κατά Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (O.T.A.) «Δήμος Αγίου Νικολάου», η οποία εκδόθηκε κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από το Πρωτοδικείο Λασιθίου, αποτέλεσε την αφορμή ώστε να τοποθετηθεί ξανά, με νέα ένταση, στο προσκήνιο του εγχώριου επιστημονικού διαλόγου το μείζον ζήτημα της καταχρηστικής κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, το νέο τεύχος της ΕΕργΔ που μόλις κυκλοφόρησε φιλοξενεί τρεις μελέτες σχετικές με αυτό το —διαχρονικά άλυτο και διαρκώς διογκούμενο— πρόβλημα που ταλανίζει την ελληνική έννομη τάξη:

Ο Δημήτρης Ζερδελής παρατηρεί ότι, παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις τόσο σε επίπεδο Συντάγματος όσο και κοινού δικαίου, το εν λόγω πρόβλημα διαιωνίζεται, με συνέπεια τη δημιουργία μιας νέας στρατιάς «εκτάκτων» συμβασιούχων, οι οποίοι για μεγάλο χρονικό διάστημα απασχολούνται —υπό καθεστώς ομηρείας και ανασφάλειας— για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι οι προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο (π.δ. 164/2004) κυρώσεις για την αποτροπή της καταχρηστικής προσφυγής των φορέων του δημοσίου τομέα στη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου αποδείχθηκαν στην πράξη αναποτελεσματικές, η πρόσφατη νομολογία του Δ.Ε.Ε. επιβάλλει να επανεξετάσουμε το ζήτημα υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από την Οδηγία 1999/70 σκοπού: της διασφάλισης μιας σχετικής σταθερότητας στην απασχόληση, η οποία άλλωστε αποτελεί και συνταγματική επιταγή. Αναλύοντας όλες τις πτυχές του ζητήματος υπό το φως του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 1999/70 θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί μόνον εφόσον τα ελληνικά δικαστήρια, και δη ο Άρειος Πάγος, κατέληγαν στην ερμηνευτική λύση να εφαρμόσουν το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 ως ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο, επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον αναχαρακτηρισμό των καταχρηστικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως μίας ενιαίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.

Στη συνέχεια η Ευγενία Πρεβεδούρου, με αφορμή και πάλι την ίδια απόφαση του Δ.Ε.Ε., εξετάζει την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής στις περιπτώσεις σύγκρουσης εθνικού Συντάγματος και ενωσιακού δικαίου και, στη συνέχεια, τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίον η σύγκρουση αυτή εκδηλώνεται στο ζήτημα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα. Η υπό εξέταση σύγκρουση αφορά εν προκειμένω τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, που, μετά την αναθεώρηση του 2001, απαγορεύει τόσο την από τον νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που απασχολείται στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα στο πλαίσιο σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου όσο και τη μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι αν η ως άνω συνταγματική αναθεώρηση καθιστά αδύνατη την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων του ν. 2112/1920 ως «ισοδύναμου νομοθετικού μέτρου» για τον αναχαρακτηρισμό των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων αορίστου χρόνου. Μετά και την πολύ πρόσφατη απόφαση του Δ.Ε.Ε. —καταλήγει η συγγραφέας— τόσο το Συμβούλιο της Επικρατείας όσο και ο Άρειος Πάγος θα πρέπει να αμβλύνουν την κατηγορηματική στάση τους περί αδυναμίας τόσο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 όσο και πρόβλεψης ανάλογων μέτρων στο π.δ. 164/2004.

Στο πλαίσιο της ίδιας προβληματικής και της ίδιας πρόσφατης νομολογίας του Δ.Ε.Ε., ο Κωστής Μπακόπουλος πραγματεύεται επίσης, αλλά από διαφορετική οπτική γωνία και καταλήγοντας σε διαφορετικά συμπεράσματα, το πολυσυζητημένο όσο και ανεξάντλητο θέμα των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον ελληνικό δημόσιο τομέα. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι το Δ.Ε.Ε. εξετάζει την εφαρμοστική εθνική νομοθεσία υπό το πρίσμα δύο δομικών αρχών του ενωσιακού νομικού οικοδομήματος: της αρχής της σύμφωνης με το ενωσιακό ερμηνείας του εθνικού  δικαίου, η οποία πρωτίστως απευθύνεται και δεσμεύει τον εθνικό δικαστή, και της ευρύτερης αρχής της πρακτικής αποτελεσματικότητας των ενωσιακών ρυθμίσεων, που ως τελολογικό κατά βάση στοιχείο έχει ως αποδέκτη και τον εθνικό νομοθέτη. Είναι μάλιστα η πρώτη φορά  —παρατηρεί ο συγγραφέας— που το Δ.Ε.Ε. εμπλέκει στον παραπάνω προβληματισμό και συγκεκριμένες επιλογές του Έλληνα συνταγματικού νομοθέτη (απαγόρευση «μονιμοποίησης» συμβασιούχων – άρθρο 103 παρ. 8 Συντ.). Λαμβάνοντας την εν λόγω προδικαστική απόφαση ως αφορμή αναστοχασμού, ο συγγραφέας εξετάζει το περιεχόμενο των παραπάνω δύο αρχών και εκφέρει άποψη για το αν η απόφαση του Δ.Ε.Ε. μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για την —παγιωμένη πλέον— νομολογία, που αρνείται την εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 στις διαδοχικές συμβάσεις του δημόσιου τομέα. Καταλήγει δε στο συμπέρασμα ότι το ενωσιακό δίκαιο στον συγκεκριμένο τομέα (Οδηγία 1999/70) δεν έχει το ρυθμιστικό βεληνεκές αλλά ούτε και τα μεθοδολογικά εργαλεία για να επιβάλει λύσεις διαφορετικές σε σχέση με αυτά που λέει το Σύνταγμα και δέχεται ο Άρειος Πάγος. Η ισχνή έως ανύπαρκτη πρακτική αποτελεσματικότητα των επιδιώξεων της Οδηγίας στον ελληνικό δημόσιο τομέα —καταλήγει— αποτελεί εγχώριο πρόβλημα και δεν επιδέχεται λύσεις «έξωθεν» (οι οποίες και δογματικώς δεν χωρούν).

Το τεύχος κλείνει με δύο ιδιαίτερα σημαντικές αποφάσεις ο Αρείου Πάγου οι οποίες αναγνωρίζουν, ίσως για πρώτη φορά με τόσο ρητό και κατηγορηματικό τρόπο, ότι η προστασία του εργαζομένου έναντι της απόλυσης, και δη η προστασία της θέσης εργασίας του στη συγκεκριμένη επιχείρηση όπου εργάζεται, βρίσκει ρητή συνταγματική κατοχύρωση στα άρθρα 2, 5 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος. Η νομολογιακή αυτή αποκρυστάλλωση —σε επίπεδο πλέον ακυρωτικής δικαιοσύνης— περί συνταγματικώς επιβεβλημένης προστασίας της θέσης εργασίας, υιοθετούμενη μάλιστα από αμφότερα τα Εργατικά Τμήματα (Β1 και Β2) του Αρείου Πάγου, αναμένεται να αποκτήσει καθοριστική βαρύτητα εφόσον πράγματι το υπό ψήφιση εργατικό νομοσχέδιο τεθεί σε ισχύ ως έχει, καταργώντας για πολλές και κοινωνικά κρίσιμες περιπτώσεις απολύσεων την ακυρότητα της καταγγελίας και την επαναπασχόληση του παρανόμως απολυθέντος μισθωτού.

Καλή ανάγνωση!

Αποκτήστε πρόσβαση στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού στη διεύθυνση www.eergd.gr

Κάντε Like στη σελίδα μας https://facebook.com/eergd προκειμένου να λαμβάνετε ενημερώσεις για τις τελευταίες εξελίξεις στον χώρο του εργατικού δικαίου.